ὀργανικώτερον

ὀργανικώτερον
ὀργανικός
serving as organs
adverbial comp
ὀργανικός
serving as organs
masc acc comp sg
ὀργανικός
serving as organs
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οργανικός — ή, ό (Α ὀργανικός, ή, όν) [όργανον] 1. αυτός που χρησιμεύει ως όργανο 2. αυτός που αποτελείται από όργανα 3. αυτός που ανήκει στις λειτουργίες τού ανθρώπινου οργανισμού νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”